επιμετρώ — (AM ἐπιμετρῶ, έω) προσθέτω ή δίνω επί πλέον για να συμπληρωθεί κανονικό ή συμφωνημένο μέτρο νεοελλ. (για το δικαστήριο) καθορίζω την ποινή που προβλέπει ο νόμος ανάλογα με το έγκλημα που έχει τελεστεί (τις συνθήκες διάπραξης και την προσωπικότητα … Dictionary of Greek
επιμετρώ — επιμέτρησα, επιμετρήθηκα, επιμετρημένος, μτβ. 1. προσθέτω κάτι σε άλλο, μετρώ ή δίνω επιπλέον. 2. (νομ.), φρ., «επιμετρώ ποινή», κάνω επιμέτρηση ποινής (βλ. επιμέτρηση 2) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιμέτρῳ — ἐπίμετρον something added to neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμέτρωι — ἐπιμέτρῳ , ἐπίμετρον something added to neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίμετρο — το (Α ἐπίμετρον) [επιμετρώ] 1. προσθήκη, συμπλήρωση για να ολοκληρωθεί το μέτρο 2. φρ. «εἰς ἐπίμετρον», «ἐν ἐπιμέτρῳ» επί πλέον, επιπρόσθετα νεοελλ. κεφάλαιο που προστίθεται στο τέλος συγγράμματος αρχ. αυτό που προστίθεται ως περισσό, παραπάνω… … Dictionary of Greek
επιμέτρηση — η (AM ἐπιμέτρησις) [επιμετρώ] το να προστίθεται κάτι νεοελλ. φρ. «επιμέτρηση ποινής» η προσαρμογή εκ μέρους τού δικαστηρίου τής ποινής που προβλέπει ο νόμος για αξιόποινη πράξη ανάλογα με τη βαρύτητα και τις συνθήκες τού τελεσθέντος εγκλήματος… … Dictionary of Greek
προσεπιμετρώ — προσεπιμετρῶ έω, ΝΜΑ [ἐπιμετρώ] νεοελλ. 1. συνυπολογίζω 2. φρ. «προσεπιμετρώ ποινή» (νομ.) καθορίζω την ποινή που πρέπει να επιβληθεί μέσα στα όρια τα οποία ορίζει ο νόμος μσν. αρχ. μετρώ, υπολογίζω και δίνω σε κάποιον κάτι επί πλέον («τὸ πολὺ… … Dictionary of Greek
συνεπιμετρώ — έω, Μ [ἐπιμετρῶ] προσθέτω ως επίμετρο … Dictionary of Greek